- Ισιδείον
- Ἰσιδεῑον, τό (Α) βλ. Ισιείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ισιείον — Ἰσιεῑον και Ἰσεῑον και Ἰσιδεῑον, το (Α) [Ίσις] 1. ναός τής αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος 2. στον πληθ. τὰ Ἰσιεῑα και Ἰσεῑα και Εἰσιεῑα εορτή προς τιμήν τής Ίσιδος … Dictionary of Greek